ανεμίδα

ανεμίδα
(I)
η
1. η πολύ ψιλή, σχεδόν αδιόρατη βροχή
2. ο φλοιός του σταριού ή οι κούφιες σταφίδες που παρασύρονται από τον άνεμο κατά το λίχνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανεμίδι < μσν. ανεμίδιον «ελαφρός άνεμος»].
————————
(II)
η [ανέμη]
1. η ανέμη
2. χειροκίνητο εκκοκιστήριο για το βαμβάκι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλωνιστική μηχανή — Γεωργικό μηχάνημα, το οποίο διαχωρίζει τους κόκκους των δημητριακών από το περίβλημά τους και τους απαλλάσσει από το άχυρο και τις άλλες ξένες ύλες. Ανάλογα με τις εργασίες που εκτελούν, οι α.μ. διακρίνονται σε απλές, σύνθετες και πλήρεις. Η απλή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”